Το Ανώτατο Δικαστήριο, σε δύο διαφορετικές αποφάσεις, έκρινε σε δύο Αναφορές από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Νόμων που ψηφίστηκαν από τη Βουλή, οτι αυτοί δεν είναι αντίθετοι με σχετικές Ευρωπαϊκές Οδηγίες ή το Σύνταγμα.
Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις, που ανακοινώθηκαν τη Δευτέρα, αφορούν τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποιητικός) (αρ.6) Νόμο του 2021 και τον περί Mεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμο, επίσης του 2021.
Όσον αφορά τον Νόμο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το Ανώτατο, έκρινε ομόφωνα ότι «δεν είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς την Οδηγία 2014/24/ΕΕ, τα Άρθρα 80.2, 122, 125.1 και 179 του Συντάγματος και την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και συνεπώς δύναται να εκδοθεί.»
Η τροποποίηση έγινε, ώστε στην έννοια του όρου «μισθωτός» για σκοπούς κοινωνικής ασφάλισης να περιλαμβάνεται κατά τρόπο ρητό και αδιαμφησβήτητο και η απασχόληση δυνάμει σύμβασης αγοράς υπηρεσιών ή οποιασδήποτε άλλης σχετικής σύμβασης, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που αποδίδεται σε τέτοια σύμβαση, και η οποία χαρακτηρίζεται από σχέση εργοδότη – εργοδοτουμένου, προκειμένου οι εργαζόμενοι να έχουν όλα τα δικαιώματα και ωφελήματα, μεταξύ των οποίων και την πληρωμή των κοινωνικών τους ασφαλίσεων ως μισθωτών και όχι ως αυτοεργοδοτουμένων».
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι δεν μπορεί να συμφωνήσει με τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι ο Νόμος δημιούργησε μία νέα κατηγορία ασφαλιστέας απασχόλησης συνεπαγόμενης αύξηση δαπανών.
Αναφέρει ότι ο υπό αναφορά Νόμος δεν αντίκειται στην Οδηγία 2014/24/ΕΕ αλλά ούτε και στο Άρθρο 80.2 του Συντάγματος γιατί δεν επιφέρει και δεν συνεπάγεται αύξηση δαπανών του Κράτους.
Η απόφαση αναφέρει επίσης, ότι η θέση του Γενικού Εισαγγελέα περί παραβίασης των Άρθρων 122 και 125.1 του Συντάγματος «επίσης δεν μας βρίσκει σύμφωνους», αφού ο υπό κρίση Νόμος δεν προβλέπει, ούτε επιτρέπει την πρόσληψη προσώπων στο Δημόσιο Τομέα, παρά μόνο ρυθμίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες πρόσωπο που απασχολείται στο Δημόσιο Τομέα δυνάμει σύμβασης εργασίας ή αγοράς υπηρεσιών, θεωρείται ως «μισθωτός» για σκοπούς κοινωνικής ασφάλισης.
Αναφορικά με τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικό) (Αρ.2) Νόμο του 2021, ο οποίος ψηφίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής στις 8 Ιουλίου 2021 και επαναβεβαιώθηκε, μετά από αναπομπή του στη Βουλή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για επανεξέταση, το Δικαστήριο, έκρινε ομόφωνα ότι «δεν είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς τα Άρθρα 26, 30, 58, 61 και 80.2 και, κατ’ επέκταση, προς το Άρθρο 179 του Συντάγματος, ούτε προς την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και, συνεπώς, δύναται να εκδοθεί».
Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση, αναφέρει η απόφαση, σκοπός του Νόμου είναι η τροποποίηση του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 ώστε να παραταθεί η στοχευμένη αναστολή της διαδικασίας εκποίησης ενυπόθηκων ακινήτων μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2021, λόγω των συνεχιζόμενων και εντεινόμενων οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων που έχει επιφέρει η έξαρση της πανδημίας COVID-19.
Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι οι όροι που χρησιμοποιεί ο Γενικός Εισαγγελέας, ότι η επέκταση της αναστολής μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2021 «δύναται» να επιφέρει πρόσθετους κινδύνους για τις τράπεζες και ότι θα οδηγήσει σε αύξηση των προβλέψεων των ζημιών των δανείων της πρώην Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας, που έχουν μεταφερθεί στην Ελληνική Τράπεζα και εμπίπτουν στο Σχέδιο Εγγυήσεων, με συνεπακόλουθη σημαντική αύξηση των απαιτήσεων αποζημίωσης της Ελληνικής Τράπεζας από την Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων, καθιστώντας «πιθανή» την ενεργοποίηση της εγγύησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, εφόσον – κατά την εισήγηση – αδρανοποιεί πλήρως το εργαλείο των εκποιήσεων, «δεν παραπέμπουν σε αναπόφευκτη αύξηση των δαπανών που προβλέπει ο προϋπολογισμός, είτε στο άμεσο μέλλον είτε σε κατοπινό χρόνο».
Καταλήγοντας, το Δικαστήριο, αναφέρει ότι «δεν διαπιστώνεται από το ενώπιον μας υλικό ότι ο Νόμος, ο οποίος είναι σύντομης, προσωρινής χρονικής διάρκειας και περιορισμένης εμβέλειας ως προς την εφαρμογή του, θα έχει τις συνέπειες που εισηγείται ο Γενικός Εισαγγελέας, με συνεπαγόμενη αύξηση των δαπανών του προϋπολογισμού με την έννοια που προδιαγράφει η νομολογία».
Πηγή: ΚΥΠΕ